- προσεννέπω
- Α(ποιητ. τ.)1. προσφωνώ, προσαγορεύω2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.)3. ικετεύω, παρακαλώ4. προτρέπω5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» — καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι, καλώ, μιλώ, ονομάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.